- -φάγος
- ΝΜΑβ' συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ- τού αορ. β' ἔ-φαγ-ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε -φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων, εμφανίζουν ως α' συνθετικό κυρίως ουσιαστικά και σπανιότερα επίθετα και δηλώνουν αυτόν που τρώει ή, κατ' επέκταση, αυτόν που καταστρέφει εκείνο που δηλώνει το α' συνθετικό. Μικρός αριθμός από τα σύνθετα αυτά —με α' συνθετικό κυρίως επίθετο— ανήκουν στην κατηγορία τών προσδιοριστικών συνθέτων (πρβλ. κακο-φάγος, λιγο-φάγος). Επίσης, απαντούν και επιστημονικοί όροι σε -φάγος, που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. βακτηριο-φάγος < αγγλ. bacterio-phage).Παραδείγματα λ. με β' συνθετικό -φάγος: αδηφάγος, ακριδοφάγος, αλλοτριοφάγος, ανθρωποφάγος, γαλακτοφάγος, ζωοφάγος, ιχθυοφάγος, καρποφάγος, κρεοφάγος / κρεατοφάγος, μελισσοφάγος, νεκροφάγος, ξυλοφάγος, ολιγοφάγος, παμφάγος, πολυφάγος, ριζοφάγος, σαρκοφάγος, σιτοφάγος, σκωληκοφάγος, συκοφάγος, τυροφάγος, χορτοφάγος, ωμοφάγος·αρχ. αλληλοφάγος, αμπελοφάγος, ανδροφάγος, κριθοφάγος, κριοφάγος, λαθροφάγος, μονοφάγος, μοσχοφάγος, οπλοφάγος, ορνιθοφάγος, παιδοφάγος, παπυροφάγος, σπλαγχνοφάγος, σπερμοφάγος, ταυροφάγος, τεκνοφάγος, τερμινθοφάγος, φυκοφάγος, χελωνοφάγος, χλωροφάγοςνεοελλ.αδερφοφάγος, βιβλιοφάγος, μηλοφάγος, μυρμηκοφάγος, οικοπεδοφάγος, οπωροφάγος, οσπριοφάγος, οστεοφάγος, σαπροφάγος, ταχυφάγος, τοξικοφάγος, τουρκοφάγος, φρουτοφάγος, φυτοφάγος, ψαροφάγος, ωοφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.